σκέλεθρο

σκέλεθρο
το
1. σκελετός.
2. άνθρωπος πολύ αδύνατος: Έχει γίνει σκέλεθρο από την αρρώστια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκέλεθρο — το, Ν 1. σκελετός 2. μτφ. άνθρωπος πολύ αδύνατος ή κάτι πολύ φθαρμένο και αποσκελετωμένο (α. «στέλνει ο άγγελος τού ολέθρου / πείνα και θανατικό, / που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο», Σολωμ. 8. «...εδώ φαντάσματα / και σκέλεθρα… …   Dictionary of Greek

  • σκελετωμένος — και σκελεθρωμένος, η, ο, Ν σκελετώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκελετός, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σκελετώνω. Ο τ. σκελεθρωμένος < σκέλεθρο. Η λ., στον λόγιο τ. ἐσκελετωμένος, μαρτυρείται από το 1873 στον Κ. Ν. Δόσιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”